- μέσσοθι
- μέσσο-θῐ, Adv., for Μεσόθι,A in the middle, Hes.Op.369, etc.: c. gen.,
νηός A.R.2.172
;ζώνης Opp.C.1.92
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηός A.R.2.172
;ζώνης Opp.C.1.92
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσσόθι — και μεσόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. μακρό θι)] … Dictionary of Greek
μεσσόθι — poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόθι — μεσσόθι indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσόθι — (Α) βλ. μεσσόθι … Dictionary of Greek